Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Θολά όμορφα παράθυρα

Μικρή βόλτα στα σοκάκια της Ξάνθης. Όχι στην όμορφη κοσμοπερπατημένη Παλαιά πόλη, αλλά στις άκρες της. Και δεν κυνηγούσε το μάτι μου τα όμορφα αλλά τα «φορτωμένα». Φορτωμένα με χρόνο, με ζωές, με σκόνη, με απουσίες. 
Με τραβούν τα άδεια σπίτια. Τα σπίτια που κάποιοι τα άφησαν και αργοπεθαίνουν. Φαντάζομαι το εσωτερικό τους. Γεμάτο ζωή πριν και τώρα κούφιο. 
Φαντάζομαι... ποιος.. γιατί... πότε... μήπως... ίσως... λες...
Εγκαταλελειμμένα σπίτια; Κανείς δεν τ’ αγαπά πλέον; 
Σήμερα έπαιζα και πάλι αυτό το παιχνίδι στην Ξάνθη. Είχα χρόνο να περπατήσω χωρίς σκοπό, σε εντελώς άγνωστα στενά και ανηφόρια... και ενώ σηκώνω το κινητό να φωτογραφίσω το πρώτο μου γερασμένο σπίτι, έχω μπροστά μου την πρώτη έκπληξη. Πίσω από το θολό σπασμένο τζάμι, που το σπάσιμό του τόφραζε ένα σανίδι, να ένα κέντημα.

Λευκό βαμβακερό πανί και χρωματιστά κεντημένα λουλούδια με βελονιά όπως φτιάχναν παλιά τις «καλημέρες».
Μια γραμμή αζούρ στο τελείωμα και ξέφτισμα μετά, που τόφτιαξε η κεντήτρα κρόσια με δεσιματα τριπλά. Κάποιο παιδί το χάλασε σε ένα σημείο, κανείς δεν το διόρθωσε μετά... 
Άδειο το σπίτι έμοιαζε, δεν αφουγκράστηκα ήχους. Αλλά το χέρι που κρέμασε την όμορφη κουρτίνα, αν ήταν ακόμη εκεί, δεν θα άφηνε θολό, βρώμικο το τζάμι. Ακόμη και τώρα που γράφω, βλέπω και ξαναβλέπω την φωτογραφία και απορώ. Τώρα θα ρώταγα ένα γείτονα για το μόνο αυτό, με τ’ ανοιχτά παντζούρια παράθυρο του σπιτιού... δεν ρώτησα. 


Συνέχισα να περπατώ, να φωτογραφίζω κι άλλα σπίτια, μέχρι που ξανάπεσα πάνω σε δεύτερο δαντελοστολισμένο έρημο σπίτι.
Και λίγο μετά άλλο ένα κι άλλο ένα... κι άλλο ένα... κι άλλο ένα. 





Δώδεκα παράθυρα βρήκα τέτοια. 





Όχι, μάλλον το τελευταίο ήταν ζωντανό το παράθυρο και δείχνει την αντίθεση.

Λοιπόν δώδεκα όμορφα θολά παράθυρα βρήκα. 



Μέχρι που σκέφτηκα πως κάποτε, κάποιος δήμαρχος είπε, ναι, μπορείτε να αφήσετε άδεια τα σπίτια σας να πεθάνουν, όσο εσείς θα ζείτε αλλού μακριά, αλλά για να μη σας βάλω πρόστιμο, αφήστε σ’ ένα παράθυρό τους μια όμορφη κουρτίνα. Κέντημα, κοφτό, αζούρ, δαντέλα, χειροποίητη ή αγοραστή, ότι θέτε. Φτάνει να δείχνει πως κάποτε κάποια αγαπούσε αυτό το σπίτι.


Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ένα πράσινο μήλο και παπουτσάκια νο24

Έχει ένα δυνατό χαμόγελο. Χαμογελά με τα ματάκια του, τα μαγουλάκια του, το στοματάκι του, την καρδούλα του. Καρδούλα δυόμισι χρονών. Δεν τον συνάντησα, τον γνώρισα από τον φίλο μου τον Π. Δεν θυμάμαι αν έμαθα τ' όνομά του. Τον βάφτισα Κεμαλ στο μυαλό μου, ναι, σε πείσμα του "αυτός ο κόσμος δεν θ αλλάξει ποτέ".
Ο Π. είδε πρώτα να γυμνά του ποδαράκια. Μετά όλη την οικογένεια. Μπαμπάς, μαμά, πέντε παιδιά, θείες, παππούδες, γιαγιάδες. Μετά ξεκίνησε η βόλτα στην Καβάλα να βρει και ν' αγοράσει ο μπαμπάς παπουτσάκια στον μικρό Κεμάλ. Ευτυχώς τα μαγαζιά ανοιχτά, διότι τα σούπερ μάρκετ δεν πωλούν μικροπάπουτσα. Επικίνδυνος ο πρόσφυγας Κεμάλ, πρώτα κατάκτησε την εμπόρισσα των παπουτσιών. Με κάθε μποτάκι που του δοκίμαζε εισέπραττε το μαγικό χαμόγελο. Του βρήκε και καλτσάκια. Χαμόγελο πάλι. Παπουτσωμένος πλέον ο μικρός περπάτησε στην Ομονοίας. Του έκαναν φοβερή εντύπωση τα φώτα. Των δρόμων, των μαγαζιών, των σπιτιών. 
Σε μαγαζί κινητής τηλεφωνίας η δεύτερη κατάκτηση. Οι κοπέλες έκαναν τα αδύνατα δυνατά να εξυπηρετήσουν τον μπαμπά, που δεν είχε ταυτότητα ή διαβατήριο, αλλά το μαγικό χαρτί από το χοτ σποτ. Τηλέφωνα στα κεντρικά και ξανά και ξανά ώστε να γίνουν όλα νόμιμα. Όλη αυτή την ώρα η μια κοπέλα ασχολιόταν με τον μικρούλη. Πάει πίσω, στο μέσα χώρο του μαγαζιού και του φέρνει ένα λαμπερό πράσινο μήλο. Παίρνει το μήλο ο μικρός και χαμογελά. Λιώμα ακόμα και τα κινητά στις προθήκες. Γλύφει το μήλο και ξαναχαμογελά. Στρίβει όλη η Ομονοίας προς το καλό. Ξαναγλύφει το μήλο το πράσινο. Τι γεύση νάχει ένα χαζό πράσινο μήλο άραγε... και χαμογελά. Φωτίζεται όλη η πόλη. Και ρίχνει μια μικρή δαγκωνίτσα στο πρασινόμηλο και καταλαβαίνει ο Κεμάλ την υπέροχη γεύση, που έχουν τα μήλα που δίνονται. Και η αντίδρασή του ένα πιο τρομερό χαμόγελο. Μεγάλο, ζωντανό, φώτισε όλο δρόμο για την Ειδομένη που του είχαν κλείσει. Και πάει η κοπέλα και πλένει μια μεγάλη σακούλα μήλα, για όλα τα αδελφάκια του Κεμάλ. 
Και ο φίλος μου ο Π να μου λέει την ιστορία σήμερα και εγώ να σκέφτομαι τις 48 μέρες, που ο μπαμπάς πήρε την οικογένεια από το σπίτι τους, την πέρασε από στεριές και την κακοθάλασσα, που άρπαξε μόνο τα παπουτσάκια του Κεμάλ, για να την πάει στην Γερμανία, όπου είναι τα δυο αδέλφια του από το '95, ποιο παραμύθι του έλεγε του μικρού. 
Ποιο παραμύθι σκέπασε τον τρόμο αυτού του ταξιδιού και έσωσε το χαμόγελο στο αγοράκι τόσο ζεστό, υπέροχο και δυνατό που και ακόμη εγώ το είδα που δεν συνάντησα το αγοράκι.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Μέρα γιορτής... 22 Δεκέμβρη... αφιερωμένο.

Δούλευε.
Υπάλληλος στο ΙΚΑ.
Θυμάμαι ότι δούλευαν και απογεύματα.
Δεν ξέρω πότε έπαψε αυτό.
Τέτοιες μέρες είχε πολλές δουλειές.
Πότε τις προλάβαινε;
Ερχόταν και η Σούλα.
Η γιαγιά Ελένη απλά έδινε εντολές.
Άνοιγαν το σαλόνι.
Έβγαιναν τα καλύμματα των επίπλων.
Κολλαρίζονταν τα σεμέν.
Και ετοιμάζονταν το κέρασμα.
Δύσκολη εποχή.
Οι κυρίες νήστευαν.
Έρχονταν κάποια κιλά αμύγδαλα στο σπίτι.
Τα έσπαζε ο μπαμπάς.
Μετά σε ένα κατσαρολάκι, τα ζεμάτιζε η μαμά λίγα-λίγα.
Bοήθαγα στο "άσπρισμά" τους.
Ανάμεσα δείκτη αντίχειρα έτριβα το αμύγδαλο και η μυτερή ακρούλα του έσκιζε την μουσκεμένη φλούδα και με ένα πλοπ πετιόταν έξω ο λευκός καρπός.
Τα άπλωνε σε μια πετσέτα να στεγνώσουν.
Μετά τα πήγαινε ο μπαμπάς στον Αθανασίου, νομίζω, μαζί με ζάχαρη για το άλεσμα.
Επέστρεφε μια εύπλαστη μάζα, από την οποία έκλεβα κανένα κομματάκι.
Δεν θυμάμαι φυσικά την συνταγή.
Κάπου είναι σίγουρα γραμμένη στο μεγάλο βιβλίο της μαμάς.
Τα αμυγδαλωτά ήταν δυο ειδών τα ωμά τα νηστίσιμα και τα άλλα τα ψημένα.
Μικρά κομψά μπαλάκια τα οποία τα βούταγε σε λιωμένη ζεστή βανίλια γλυκό.
Τα αράδιαζε σε μια πιατέλα και κόλλαγε πριν κρυώσουν πάνω τους ένα όγδοο από κερασάκι γλυκό.
Αυτά ήταν τα νηστίσιμα.
Υπήρχαν και τα άλλα όπου θυμάμαι ότι έβαζε και ασπράδι αυγού.
Έπαιζε στις συζητήσεις αυτό: "-Μα ναι, το ασπράδι Μαρίκα μου, είναι νηστίσιμο. -Α, πα, πα εγώ τα ξέρω αλλιώς".
Υπήρχε ένα πολύτιμο τενεκεδένιο εργαλείο σαν σωλήνας, όπου πιεζόταν η μάζα του αμύγδαλου και από την άλλη πλευρά έβγαινε ένα μακρουλό σκατζοχοιράκι, το οποίο ψηνόταν με προσοχή μη και αρπάξουν τα "αγκάθια" του.
Μετά το ράντιζε με ροδόνερο.
Με γοήτευε αυτή η μαγική λέξη.
Και μετά το χιόνιζε με άχνη.
Ξέχασα το πιο σπουδαίο.
Πάντα υπήρχαν πέντε-δέκα πικραμύγδαλα στην συνταγή.
Το άρωμά τους είναι εκείνο που μου φέρνει τις μνήμες.
Ακόμη και σε σαπούνι να το μυρίσω χαμογελώ.
Τα αμυγδαλωτά λοιπόν ήταν το κύριο κέρασμα.
Προηγούνταν όμως το πρώτο κέρασμα.
Ένα ποτηράκι σπιτικό λικέρ.
Κερασώ το έλεγαν αν και το έφτιαχναν από βύσσινα.
Εγώ ακολουθούσα κρατώντας την φοντανιέρα.
Μαργαρίτες σοκολατάκια για τις μη παραδοσιακές κυρίες και σε άλλη φοντανιέρα μικρά κίτρινα νερατζάκια γλασέ για τις νηστεύουσες.
Λίγο αργότερα έβγαινε το αμυγδαλωτό στις δυο εκδοχές του.
Οι κυρίες κάθονταν με όρθια την πλάτη, με την τσάντα στα γόνατα και φορώντας το παλτό τους. Διάρκεια επίσκεψης λιγότερο από μισή ώρα.
Αργότερα, μετά τις εννέα ή δέκα έρχονταν τα ζευγάρια.
Νομίζω ότι σε αυτούς πρόσφεραν και ουίσκι και φιστίκια, που η μαμά είχε καθαρίσει τα φλούδια, από πριν για να μη γεμίσουν τα χαλιά.

Εγώ;

Είχα ήδη πάει για ύπνο...







Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

22 Δεκέμβρη του έτους της απωλείας 2013

Τις τελευταίες μέρες πύκνωσαν τα σκοτεινά και τα πικρά.
Με έριξαν.
Μέσα μου κάτι φωνάζει:
"Όχι ρε, δεν θα τους περάσει"
Αλλά και κάτι μικρό κι ανάποδο γκρινιάζει:
"Κι αν; Κι αν νικήσουν; Κι αν χαθούνε και χαθούμε και όλα όσα γνωρίζαμε, στιγμές, χαρές, χαμόγελα γλιστρήσουν;"

Κάνω ενέσεις ομορφιάς σαν αντίδοτο στην πίκρα.
Κάποιοι ήχοι είναι ομορφιά.
Κάποιες εικόνες είναι ομορφιά.
Κάποιες μυρωδιές είναι ομορφιά.

Αλλά και η ομορφιά πονά.

Πιο πολύ από την απουσία της;
Δεν ξέρω;
Πάντα έχω λίγα ψίχουλά της.
Δεν ξέρω όμως να τα μοιράζομαι.
Όχι ότι δεν τα δίνω.
Απλά δεν βλέπω απλωμένα χέρια να τα μοιράσω.



Χόρευα ποτέ πάνω στο φτερό του; 



εικόνα


Για μυρωδιά... σκεφτείτε πικραμύγδαλο... το αγαπώ.

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Οίκτος...

Νοιώθω οίκτο για σένα συνάδελφε, συναδέλφισσα;

Νοιώθω οίκτο για μένα μήπως; 
Διότι ξέρεις, το έχω πάρει προσωπικά το θέμα.
Δεν ξέρω γιατί.
Δεν το εκλογικεύω το γιατί.
Απλά αισθάνομαι.
Μπαίνω για δευτερόλεπτα στα παπούτσια σου.

Σου διέλυσαν την ζωή, λέω.
Πόσο κομμάτι της ζωή σου μέσα στην μέρα σου, έπιανε το σχολείο;
Πόσο δάσκαλος ήσουν;
Πόσο αγαπούσες αυτό που έκανες;
Πόσο ήταν η ζωή σου;
Πόσο ήταν η χαρά σου;
Πόσο ήταν το άγχος σου;
Πόσο ήταν η έννοια σου;
Πόσο ήταν το ξενύχτι σου;
Πόσο ήταν το όνειρό σου;


Δεν νοιώθω οίκτο. 
Θυμό νοιώθω.
Ναι, φυσικά και λυπάμαι.
Η λύπη μου όμως, που έγινες η "Ιφιγένεια" στην τρόικα, δεν σε μειώνει καθόλου. 

Αν όμως σε ευνουχίσουν... 
Αν πάψεις να αγωνίζεσαι... 
Αν παραιτηθείς...
Αν τους βοηθήσεις να σε ξεχάσουν... 
Αν δεχτείς την "διαθεσιμότητα" σαν Ιώβ που πρέπει να υποφέρει.... 

Τότε... εσύ μειώνεις, μηδενίζεις, ακυρώνεις αυτό που ήσουν μέχρι τώρα μέσα στα σχολεία μας.

Αυτό που μπορείς να συνεχίσεις να είσαι.

Σου το λέω εγώ με σιγουριά. 
Είσαι συνάδελφος, ίσος. 
Ο οίκτος δεν είναι το κίνητρό μου.

Και αν ψάξεις στα μάτια, στα αμήχανα χαμόγελα, στις άσχετες κουβέντες των άλλων συναδέλφων σου, την Δευτέρα μέσα στο σχολείο σου, μη κάνεις το λάθος και δεις οίκτο. 
Ανακούφιση είναι που θυσιάστηκες εσύ αντί γι αυτούς. 
Τρόμος είναι, μη και βρεθούν στη θέση σου αύριο. 
Ντροπή είναι, που σε ξέχασαν για λίγο.
Πίκρα είναι που δεν έχουν τα κότσια να παλέψουν δίπλα σου.

Εγώ δεν νοιώθω οίκτο για σένα. 

Διότι είμαι εσύ... 
Ένα μικρό κομμάτι σου. 
Εκείνο το "συν" από το συναδέλφισσα είμαι.








Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Δεν θέλω... .να ανοίξουν τα σχολεία.


Εντάξει, όχι όλα. 
Το 4ο ΕΠΑΛ δεν θέλω να ανοίξει.
Τουλάχιστον μέχρι να επαναπροσδιορίσω τον όρο "συνάδελφος".
Ή να βρω άλλη λέξη. 
Η πρώτη μέρα πάντα, είχε χαμόγελα και φιλιά.
Και αγωνίες μου να ξαναβρώ τα κομμένα νήματα της επικοινωνίας με τους ανθρώπους που θεωρούσα δικούς μου.

Τώρα πια δεν υπάρχουν αγωνίες... τα νήματα έχουν κοπεί...
Φρόντισαν για αυτό πολλά/πολλοί. 
Κάποιοι τα έκοψαν μόνοι τους.

Τα χαμόγελα τα έχω πλέον μόνο για τα παιδιά.
Τα φιλιά για κανέναν.

Θυμό έχω. 
Για πολλούς. 
Για όλους. 
Ανεξαιρέτως.
Και απορίες.
Παιδικές.
Όχι για όλους.

Και κάτι ακόμη. 
Δεν θέλω να ξανακούσω "ευχαριστούμε για αυτά που κάνεις".
Αισθάνομαι κάπως σαν φρικιό. 
Ανώμαλη. 
Παράξενη.
Σαν να μην είναι το πιο φυσιολογικό, να φέρεσαι, όπως ακριβώς θα ήθελες να φερθεί ο άλλος, αν εσύ ήσουν σε τέτοια θέση.

Αυτή είναι η ηθική μου
Δώσε, ότι θέλεις να σου δώσουν.  

Αυτό θεωρώ ανθρώπινο. 
Θεούς δεν έχω.

Ένα τελευταίο. 
Δεν είναι ο οίκτος το κίνητρό μου.



Δεν είμαι σε διαθεσιμότητα... ακόμη.





Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

έρωτες και περιπέτειες μιας μαθηματικού σε ΕΠΑΛ

Δώδεκα χρόνια στο 4ο.
Στην αρχή  ήταν ΤΕΕ. 
Δικά του βιβλία. Του ΤΕΕ.
Συγκεντρωμένα όλα τα πρακτικά θέματα, που θάπρεπε σε γενικές γραμμές κάποιος να ξέρει. 
Άρχισα με τον κανονικό τρόπο. Σε γενικά λύκεια ήμουν πιο πριν... τι ήξερα;
Θεωρία, παραδείγματα, ασκησούλες, ασκήσεις, τεστ, διαγωνίσματα. 
Διαπίστωσα ότι κάτι δεν δούλευε. 
Θεωρούσα δεδομένες γνώσεις που δεν υπήρχαν.
Άρχισα να τις χτίζω. 
Ξανάγραψα το βιβλίο, έφτιαξα φύλλα εργασίας με άπειρα ασκησάκια που τα ζαλίζαμε όλοι μαζί. 
Δεν επέτρεπα την αποχή. 
Δεν επέτρεπα την παραίτηση. 
Επέτρεπα το "σήμερα δεν είμαι καλά", για μερικά από τα σήμερά τους. 
Το "ξέχασα τις φωτοτυπίες" μια ή δυο φορές, φτάνει να ερχόντουσαν την επόμενη.
Και έτσι γινόταν το μάθημα.
Και ξαφνικά είχα μια τάξη που μάλωνε "Εγώ δεν είπα!", "Η σειρά μου είναι!". "Ε, χέρι σηκώνω τόση ώρα!". "Κυρία, κυρία!"
Ακόμη όμως, ο πίνακας δάγκωνε. 
Δεν σηκωνόντουσαν. 
Κάποιοι λίγοι τολμηροί το έκαναν. 
Και καταλάβαιναν ότι κάποια πράγματα, ναι, είναι εύκολα, ναι, δεν είναι και τόσο τρομακτικά. 
Και αν έκαναν και κανένα λάθος, το χειρότερο ήταν, να ακουστεί ο συναγερμός του πίνακα, δια του στόματός μου... "μπι-μπι-μπι-μπι". Γελάγαμε και προχωράγαμε. Διόρθωναν το λάθος και η άσκηση τέλειωνε.
Στις εξετάσεις πάντα αρρώσταινα.
Προφορικά 15, γραπτά 2. Οκ, πέρναγαν, αλλά η έλλειψη γνώσεων και εμπειρίας, τους πρόδιδε. Και η σκασμένη η κόλλα δεν είχε συναγερμό, να σου δείχνει ότι έκανες λάθος, να το διορθώσεις.  
Και από ΤΕΕ γίναμε ΕΠΑΛ και για μισό χρόνο είχα υπαρξιακά στην τάξη... ποια είμαι... τι κάνω... που πάω... η ύλη του γενικού λυκείου πολύ ασήκωτη για τα παιδιά μου.
Και μετά πάλι μηδένισα. 
Και είπα θα τους κάνω όλα όσα έκανα και πριν. Δηλαδή ότι χρειάζεται για να αντιμετωπίσουν την ύλη της Γ. 
Και οι άλλοι στόχοι μου ήταν πιο σημαντικοί. Να δουν, ότι τα μαθηματικά δεν είναι και τόσο τέρατα της κολάσεως και το πιο σπουδαίο, ότι και να μην τα καταφέρνεις σε αυτά, δεν είναι και αμάρτημα. Ειδικά όταν ξέρω πολύ καλά, ότι αυτός που φταίει δεν είναι το παιδί, αλλά ο λάθος δάσκαλος που βρέθηκε στον δρόμο του την κρίσιμη στιγμή.
Δεν λέω ότι ήμουν η σωστή εγώ. 
Λέω ότι απολάμβανα να κάνω κάτι. 
Κι ας ήταν αυτό το κάτι, το ν' ακουστεί μεσ' την τάξη: 
"Καλά, δεν είναι και τόσο δύσκολο το να λύνεις εξισώσεις" από χείλη παιδιού... ΄
Άξιου παιδιού, έξυπνου παιδιού. Που απλώς έβγαζε σπυράκια στα παλιομαθηματικά.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά, γιατί αύριο μπορεί να μην υπάρχει το 4ο ή μπορεί να μην υπάρχω εγώ για το 4ο...
.